Τον καιρό του Μεσοπολέμου, η καλοκαιρινή ξεκούραση ήταν άγνωστη. Οι εργαζόμενοι δεν έπαιρναν άδειες, αφού στον προσφυγικό Βύρωνα το να εργάζεσαι ήταν ευτυχία ! Μα όπως και να το κάνουμε, ήταν καλοκαίρι, οι μέρες ζεστές κι ο κόσμος αναζητούσε δροσιά στα σοκάκια και στους χωματόδρομους (ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος ήταν η Χρυσοστόμου Σμύρνης), αλλά και στο λιγοστό πράσινο, στην Αγ. Τριάδα και στην Ανάληψη. Ο Ιούλιος ήταν ο μήνας της μελιτζάνας και της ξυπολυσιάς…
Ο Δήμαρχος, ιατρός Ν. Φραγκιάδης, φρόντιζε για την καθαριότητα των στενών δρόμων. Μέρα παρά μέρα, πρωί-πρωί, χτυπούσε το κουδούνι για την αποκομιδή των απορριμμάτων. Φυσικά, δεν επρόκειτο για αυτοκίνητο, αλλά για τα… πράσινα κάρα της Δημαρχίας: Ήταν πανύψηλα και στο πλάι έγραφαν «Δήμος Βύρωνος». Τα έσερναν άλογα κι αν τύχαινε να κοπρίσουν στο δρόμο, έβγαιναν αμέσως οι νοικοκυρές να μαζέψουν τις καβαλίνες για τα λουλούδια.
Ο Δήμος είχε αγοράσει και δύο αμάξια-καταβρεχτήρες: Από τα τρυπημένα ντεπόζιτα που είχαν στις δύο άκρες της καρότσας έτρεχαν οι πίδακες με το νερό. Νωρίς το απόγευμα κάθε καλοκαίρι, τ’ αμάξια περνούσαν και κατέβρεχαν τους χωματόδρομους, δίνοντας μια ευκαιρία στα πιτσιρίκια να παίξουν και να δροσιστούν με το νερό.
Στην Αγ. Τριάδα υπήρχε μια μικρή «πισίνα» –τόσο μικρή που δεν έφτανε παρά για τα παιδιά της γειτονιάς. Στο Παγκράτι, όμως, στον Προφήτη Ηλία, υπήρχε μια αξιόλογη πισίνα για τους Παγκρατιώτες και τους προσκόπους. Βλέπεις, τ’ αλανάρια του Βύρωνα δεν τα κάνανε δεκτά: Ήταν «απαγορευμένη ζώνη».
Τ’ απογεύματα στις βυρωνιώτικες γειτονιές ήταν βγαλμένα απ’ τη φαντασία: Αφού πρώτα φροκάλιζαν* τα καταβρεγμένα δρομάκια, οι νοικοκυρές έβγαζαν τα σκαμνάκια τους δίπλα στα γεράνια. Από το δειλινό μέχρι το βράδυ, το κους-κους έδινε κι έπαιρνε. Οι δρόμοι ήταν πάντοτε καθαροί, αφού τα χαρτιά ήταν σπάνια: Οι χαρτοσυλλέκτες και οι ρακοσυλλέκτες φρόντιζαν να τα μαζεύουν και να τα πουλούν στου Σαραντόπουλου. Σ’ εκείνη τη χαρτοποιία, κοντά στον Υμηττό, τα ζύγιζαν και τα έριχναν σε μια στέρνα με νερό ώσπου γινότανε μία πολτόμαζα. Έπειτα από επεξεργασία, φτιάχνανε το χαρτόνι.
Αλλά κι οι πατσαβούρες ήταν δυσεύρετες, γιατί τις μαζεύανε τα μηχανουργεία και τα τυπογραφεία, μια που το στουπί ήταν πανάκριβο.
Τα πρωινά, οι μανάβηδες, ο Γαρέλος, ο Ροδίτης, ο Σαπάκιας, διαλαλούσανε τα λαχανικά και τα φρούτα, περνώντας από τις γειτονιές με τα γαϊδουράκια τους. Η μεγάλη λαϊκή αγορά γινότανε κάθε Κυριακή στη Γούβα, στον Άγ. Αρτέμιο. Τα φρούτα, όμως, ήταν πανάκριβα. Έτσι, μόνο στο τέλος του καλοκαιριού μπορούσες ν’ αγοράσεις λίγο σταφύλι σαββατιανό, ροδίτη και σύκα.
Μετά από λίγα χρόνια, ο δραστήριος Δήμαρχος ξεκίνησε μέσω του ΠΙΚΠΑ τις αποστολές στη Βούλα για τα θαλασσινά μπάνια, ενώ έστελνε τα αδενικά παιδιά στην Πεντέλη, όπου έβρισκαν και καλύτερη διατροφή. Η δημαρχία, μάλιστα, διατηρούσε αρχείο με φακέλους όλων των παιδιών του Βύρωνα.
Νωρίς το Σεπτέμβρη άρχιζαν οι «μουστιές». Οι βαρελάδες έπιαναν δουλειά για να καθαρίσουν τα βαρέλια. Η χαρά των παιδιών ήταν να πάρουν κανένα τσέρκι (δηλαδή το στεφάνι των βαρελιών) και ν’ αναστατώσουν το Βύρωνα τσουλώντας το σε όλους τους δρόμους, πιασμένο απ’ την άκρη ενός σύρματος. Όταν η μουστιά έμπαινε στα βαρέλια, τα σταύρωναν και τα ευλογούσαν για να έχουν καλά κρασιά. Μα τον πρώτο μούστο τον είχε ο καλός πελάτης. Κι η μουσταλευριά γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι, στολισμένη με καρύδι, κανέλα και σουσάμι. Όλη η γειτονιά γευότανε τη μυρωδιά και την ομορφιά της!
Πέρασαν κι αυτά… Τώρα ζούμε σε μια πόλη χωρίς πρόσωπο και ίσως χωρίς μέλλον… Ο μεγάλος συντελεστής δόμησης που φρόντισαν να εξασφαλίσουν όλοι οι Δήμαρχοι, από το 1960, εξαφάνισε τα σοκάκια, τις αυλίτσες και τις γειτονιές. Βλέπετε, έπρεπε και η τρίτη γενιά προσφύγων να βρει ένα κεραμίδι…
* Η φούρκα ήταν αυτοσχέδια σκούπα από ξερόκλαδα.